- αβροτάζω
- ἀβροτάζω (Α) (επικό ρήμα σε χρήση μόνο στο α' πληθ. πρόσ. υποτ. αόρ. αβροτάξομεν αντί -ωμεν)αποτυγχάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(μ)βροτάζω < αιολ. τύπο ἀμβροτεῖν, ἤμβροτον (ιων. αττ. ἁμαρτεῖν, ἥμαρτον) με ψίλωση και σίγηση τού μ].
Dictionary of Greek. 2013.